κουνίστρα

κουνίστρα
η
1. κούνια
2. γυναίκα που κουνά το σώμα της προκλητικά όταν περπατάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουνώ + κατάλ. -ίστρα (πρβλ. μανταρ-ίστρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κουνίστρα — η 1. κούνια. 2. γυναίκα που κουνάει τα πισινά της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουνιστός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να κουνιέται, να λικνίζεται 2. (για άνδρα) αυτός που κουνιέται προκλητικά καθώς περπατάει, ο θηλυπρεπής, ο κίναιδος 3. (για γυναίκα) η ακκιζόμενη, η ναζιάρα, η κουνίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κουνίζω, υποχωρητ. σχηματισμός από… …   Dictionary of Greek

  • τσακίστρα — Οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 580 μ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κάμπων. * * * η, Ν γυναίκα που κάνει τσακίσματα, κουνίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσακίζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κουβαρίσ τρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”